τυφομανία

τυφομανία
τῡφο-μᾰνία, ,
A delirium (defined as a combination of φρενῖτις and λήθαργος, Gal. 7.655), Hp.Epid.4.13, Gal.16.497: metaph., mad delusion, Plu.2.830b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυφομανία — τυφομανίᾱ , τυφομανία delirium fem nom/voc/acc dual τυφομανίᾱ , τυφομανία delirium fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφομανία — η, ΝΜΑ, και τυφωμανία Α νεοελλ. ιατρ. παραλήρημα κατά τον τυφοειδή πυρετό και τον εξανθηματικό τύφο μσν. αρχ. υπερβολική αλαζονεία, μανιώδης υπερηφάνεια αρχ. (κατά τον Γαλ.) «μικτόν τι ἐκ φρενίτιδος καὶ ληθάργου πάθημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος +… …   Dictionary of Greek

  • τυφομανίας — τυφομανίᾱς , τυφομανία delirium fem acc pl τυφομανίᾱς , τυφομανία delirium fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφομανής — ές, Μ 1. αυτός που μαίνεται από τύφο, δηλαδή από υπερβολική αλαζονεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφομανές η τυφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + μανής (< μαίνομαι*)] …   Dictionary of Greek

  • τυφωμανία — ἡ, Α βλ. τυφομανία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”